- μηρίν
- μηρίςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μερί — και μηρί, το (ΑM μηρίον, Μ και μηρίν και μερίν και μερί και μέρι) ο μηρός νεοελλ. στον πληθ. τα μεριά α) οι λαγόνες και το μεταξύ αυτών τμήμα τού σώματος β) τα πλευρά τής πρύμνης πλοίου μσν. 1. βάση, υποστάτης 2. φρ. «ἐβγαίνω ἀπὸ μερί» κατάγομαι… … Dictionary of Greek
μηρί — το (ΑΜ μηρίον, Μ και μηρί και μηρίν) βλ. μερί … Dictionary of Greek
μηρίον — μηρίον, τὸ (ΑΜ, Μ και μηρίν) βλ. μερί … Dictionary of Greek